Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἐς τὸ πρόσω

  • 1 πρόσω

    πρόσω, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Pi., Trag. (but
    A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.

    πόρσιον Pi.O.1.114

    : [comp] Sup.

    πόρσιστα Id.N.9.29

    . Adv.: ([etym.] πρό).
    A abs.:
    I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [

    δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572

    ; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;

    πρόσω ἵεσθε 12.274

    , etc.;

    π. πᾶς πέτεται 16.265

    ; π. κατέκυψε ib. 611;

    π. ἀΐξας 17.734

    ; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;

    νέμεσθαι π. Hdt.3.133

    ; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);

    μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114

    : with Art.,

    πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30

    , cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;

    ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25

    .
    II of Distance, far off,

    παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22

    ;

    ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποστατῶν A.Eu.65

    ;

    ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15

    ; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;

    πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e

    ;

    ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596

    ;

    ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212

    ;

    εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e

    ;

    πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c

    , etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);

    πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16

    ; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;

    οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11

    .
    2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;

    οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d

    .
    3 in front,

    τὰ π. μέρη Gal.16.680

    , cf. 15.141, 18(2).265.
    III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;

    χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55

    ; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.
    B c. gen.:
    I of Place, further into,

    π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28

    , cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;

    οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e

    ;

    πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b

    , cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);

    π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39

    : also with Art.,

    προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5

    ;

    ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56

    ; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.
    II of Distance, far from,

    οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13

    ;

    οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733

    ;

    στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d

    , cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,

    π. δικαίων A.Eu. 414

    ; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);

    π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11

    ;

    οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d

    ; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;

    πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e

    ;

    πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16

    ;

    πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240

    ;

    πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῆναι Id.7.77

    ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. by

    ἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196

    ;

    πάνυ πόρρω ἀπὸ τῆς θαλάσσης Antipho 5.27

    ;

    ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49

    ; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.
    III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.

    δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44

    ;

    διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d

    ;

    λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c

    ;

    ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19

    ;

    βιότου πόρσω E.Alc. 910

    (lyr.);

    π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c

    ;

    ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2

    .
    2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσω

  • 2 πρόσω

    Grammatical information: adv.
    Meaning: `forward, onward, further' etc. with the comp.form προσω-τέρω, - τάτω. Adv. πρόσω-θεν `from far away' (Ion. poet.), πρόσσοθεν (Ψ 533; after the other adv. in - οθεν; Schwyzer 628) (ep. ion. poet.).
    Other forms: ep. also πρόσσω.
    Origin: IE [Indo-European]\/GR [815] * proti `against'
    Etymology: Formation like ὀπίσ(σ)ω, so prob. as fixed instr. from *πρότι̯ω, with ti̯o-suffix from πρό, perh. as thematic enlargement of πρότι; s. Schwyzer 500 and on μέτασσαι. After Lasso de la Vega Emer. 22. 93 from πρόσ-ω, like εἴσ-ω. -- Cf. πόρσω, πόρρω.
    Page in Frisk: 2,602

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόσω

  • 3 προσω

         πρόσω
        I
        эп.-ион. πρόσσω, дор. πόρσω adv. (compar. προσωτέρω, superl. προσωτάτω и προσώτατα) = πόρρω См. πορρω I
        II
        praep. cum gen. = πόρρω См. πορρω II

    Древнегреческо-русский словарь > προσω

  • 4 πρόσω

    πρόσω
    forwards: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πρόσω

  • 5 πρόσω

    πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
    a
    I beyond, further

    οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20

    c. art.,

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22

    II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111

    b πόρσιον, further, too far

    μηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114

    Lexicon to Pindar > πρόσω

  • 6 πρόσω

    επίρρ. вперёд;

    προς τα πρόσω! — вперёд!;

    πρόσω ολοταχώς! — полный вперёд! (команда);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόσω

  • 7 πρόσω

    Ancient Greek-Russian simple > πρόσω

  • 8 ἐπι-πρόσω

    ἐπι-πρόσω, fernhin, in die Ferne, Sp.; bei Xen. Cyr. 7, 1, 7 ist richtige Lesart ἔτι πρόσω.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-πρόσω

  • 9 πορρωτέρω

    πρόσω
    forwards: irreg̱comp indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πορρωτέρω

  • 10 πορρώτερον

    πρόσω
    forwards: irreg̱comp indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πορρώτερον

  • 11 πορρώτατα

    πρόσω
    forwards: irreg̱superl indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πορρώτατα

  • 12 προσωτάτω

    πρόσω
    forwards: irreg̱superl indeclform (adverb)
    προσωτέρω
    further on: irreg̱superl indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > προσωτάτω

  • 13 προσωτέρω

    πρόσω
    forwards: irreg̱comp indeclform (adverb)
    προσωτέρω
    further on: irreg̱comp indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > προσωτέρω

  • 14 πόρρω

    πρόσω
    forwards: attic (indeclform adverb)

    Morphologia Graeca > πόρρω

  • 15 πόρσιον

    πρόσω
    forwards: irreg̱comp poetic indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πόρσιον

  • 16 πόρσιστα

    πρόσω
    forwards: irreg̱superl poetic indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πόρσιστα

  • 17 πόρσω

    πρόσω
    forwards: attic doric (indeclform adverb)

    Morphologia Graeca > πόρσω

  • 18 πόρσω

    πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
    a
    I beyond, further

    οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20

    c. art.,

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22

    II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111

    b πόρσιον, further, too far

    μηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114

    Lexicon to Pindar > πόρσω

  • 19 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 20 προσώτατος

    προσώτατος, superl. von πρόσω, am weitesten, so fern wie möglich, adv. προσωτάτω, Her. auch προσώτατα, 2, 103, vgl. Schneid. Xen. An. 1, 3, 1; s. oben πρόσω.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προσώτατος

См. также в других словарях:

  • πρόσω — forwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • πορρωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτατα — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτάτω — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρρω — πρόσω forwards attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιον — πρόσω forwards irreg̱comp poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιστα — πρόσω forwards irreg̱superl poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσω — πρόσω forwards attic doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»